λιγυρῶν

λιγυρῶν
λιγυρός
clear
fem gen pl
λιγυρός
clear
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Λιγύρων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιγύρων — λίγυρος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λίγυρον — Λιγύρων masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ligyron — LIGŶRON, ónis, Gr. Λιγύρων, ωνες, soll der eigentliche Namen des Achilles gewesen seyn, ehe er diesen bekommen. Apollod. l. III. c. 12. §. 6. Sieh Achilles §. 1 …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Μονακό — Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει με τη Γαλλία σε μήκος 4,4 χλμ. και βρέχεται από τη Μεσόγειο θάλασσα σε μήκος 4,1 χλμ. Tο πρώτο σύνταγμα που θεσπίστηκε το 1911 και τροποποιήθηκε τον Nοέμβριο του 1917, ίσχυσε έως τις 29 Iανουαρίου του 1959,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”